πολυκέφαλος — many headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέφαλος — η, ο / πολυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ. β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα») αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
πολυκεφαλώτερον — πολυκέφαλος many headed masc acc comp sg πολυκέφαλος many headed neut nom/voc/acc comp sg πολυκέφαλος many headed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέφαλον — πολυκέφαλος many headed masc/fem acc sg πολυκέφαλος many headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκεφαλωτάτην — πολυκέφαλος many headed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκεφάλου — πολυκέφαλος many headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκεφάλους — πολυκέφαλος many headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκεφάλων — πολυκέφαλος many headed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκεφάλῳ — πολυκέφαλος many headed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέφαλα — πολυκέφαλος many headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)